- κωπητήρ
- κωπητήρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωπητῆρα — κωπητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπητήρας — ο (Α κωπητήρ, ῆρος) σκαλμός νεοελλ. η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα τήρ, κατά το τροπωτήρ «σκαλμός»] … Dictionary of Greek
κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… … Dictionary of Greek